χιονόλευκος

χιονόλευκος
-η, -ο, Ν
λευκός σαν το χιόνι, ολόλευκος, κάτασπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + λευκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • χιονοφανής — ές, Μ χιονόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + φανής (< φαίνω), πρβλ. κρυσταλλο φανής, χαλκο φανής] …   Dictionary of Greek

  • χιονούμαι — όομαι, ΜΑ [χιών, χιόνος] 1. καλύπτομαι από χιόνι 2. γίνομαι χιονόλευκος …   Dictionary of Greek

  • χιονόχροος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, ουν, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού, χιονόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χροος / χρους (< χρώς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό χροος / χρους] …   Dictionary of Greek

  • χιονώδης — ες / χιονώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ. γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.) 2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος …   Dictionary of Greek

  • χιονάτος — η, ο λευκός σαν το χιόνι, χιονόλευκος: Πέρασε τρέχοντας πάνω σε χιονάτο άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”